μακαρισμός

μακαρισμός
μακαρισμός, οῦ, ὁ (s. two prec. entries; Pla., Rep. 9, 591d; Aristot., Rhet. 1, 9, 34 [1367b, 25–36]; Plut., Sol. 27, 7, Mor. 471c; Stob., Ecl. III 57, 14 H.; Philo, Somn. 2, 35; Jos., Bell. 6, 213; SibOr 13, 117; Orig., C. Cels. 2, 64, 16; Did., Gen. 26, 19f) pronouncement of being in receipt of special favor, blessing, of a quot. fr. the Psalms beginning w. אַשְׁרֵי=μακάριος Ro 4:6, 9; 1 Cl 50:7 (both Ps 31:1f). ποῦ οὗν ὁ μ. ὑμῶν; where, then, is your blessing? i.e. the frame of mind in which you blessed yourselves Gal 4:15 (cp. Betz, Gal. 226f).—GDirichlet, De veterum macarismis 1914; CClassen, WienerStud 107/108, ’94/95, 328f. Also εὐλογέω, end.—DELG s.v. μάκαρ. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακαρισμός — pronouncing happy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμός — ο (AM μακαρισμός) [μακαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακαρίζω, καλοτύχισμα 2. στον πληθ. οι μακαρισμοί οι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί τού όρους ομιλία τού Ιησού μσν. αρχ. υπόσχεση για ευλογία αρχ. απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • μακαρισμός — ο 1. το να αποκαλούν κάποιον μακάριο, το καλοτύχισμα. 2. οι εννιά σύντομοι λόγοι του Χριστού που είναι γνωστοί ως «η επί του Όρους ομιλία» και ξεκινούν με τη λέξη «μακάριοι» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακαρισμοῖς — μακαρισμός pronouncing happy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμοί — μακαρισμός pronouncing happy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμοῦ — μακαρισμός pronouncing happy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμούς — μακαρισμός pronouncing happy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῶ — μακαρισμός pronouncing happy masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῶν — μακαρισμός pronouncing happy masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμῷ — μακαρισμός pronouncing happy masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακαρισμόν — μακαρισμός pronouncing happy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”